κροταφίτης

κροταφίτης
ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, -ίτιδος)
φρ. «κροταφίτης μυς» — μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου
αρχ.
φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» — χτυπήματα στους κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + επίθημα -ίτης (πρβλ. λογχ-ίτης, σκην-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κροταφίτης — temporal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταφιτῶν — κροταφίτης temporal masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταφίταις — κροταφίτης temporal masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταφίτην — κροταφίτης temporal masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταφίτου — κροταφίτης temporal masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταφίτῃ — κροταφίτης temporal masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταφίτας — κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc acc pl κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδοειδής — ές (Α λεπιδοειδής, ές) [λεπίς] αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι νεοελλ. φρ. «λεπιδοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς …   Dictionary of Greek

  • μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”