κροταφίτης — temporal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφιτῶν — κροταφίτης temporal masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίταις — κροταφίτης temporal masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτην — κροταφίτης temporal masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτου — κροταφίτης temporal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτῃ — κροταφίτης temporal masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίτας — κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc acc pl κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδοειδής — ές (Α λεπιδοειδής, ές) [λεπίς] αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι νεοελλ. φρ. «λεπιδοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς … Dictionary of Greek
μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… … Dictionary of Greek